- οὐλοκόμης
- οὐλο-κόμης, ου, ὁ, = sq., Plu.Arat.20, Aristid.Or.50(26).40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλοκόμης — οὐλοκόμης, ὁ (Α) ουλόκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κόμης (< κόμη)] … Dictionary of Greek
οὐλοκόμαις — οὐλοκόμης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμην — οὐλοκόμης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμου — οὐλόκομος masc/fem/neut gen sg οὐλοκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)